ῥιξικάζεται

ῥιξικάζεται
ῥιξικάζεται· ῥικάζεται, στροβεῖται, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ριξικάζεται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥικάζεται, στροβεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει τη μορφή ενός εκφραστικού τ. αντί τού ῥικάζεται* (< ῥικ νός), ενώ δεν αποκλείεται η περίπτωση να είναι εσφ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”